- ἀτέραμνον
- ἀτέραμνοςunsoftenedmasc/fem acc sgἀτέραμνοςunsoftenedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατέραμνος — ἀτέραμνος, ον (Α) 1. τραχύς, σκληρός 2. (για σωματικές λειτουργίες) εκείνος που παρουσιάζει δυσκαμψία ή δυσλειτουργία 3. (για όσπρια) αυτός που βράζει δύσκολα, ο κακόβραστος 4. σκληρός, άκαμπτος, ανηλεής (η λέξη και στον Παπαδιαμάντη, «πέλαγος… … Dictionary of Greek